ὑποδειγματικός

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποδειγμᾰτικός Medium diacritics: ὑποδειγματικός Low diacritics: υποδειγματικός Capitals: ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hypodeigmatikós Transliteration B: hypodeigmatikos Transliteration C: ypodeigmatikos Beta Code: u(podeigmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A by way of example, διδασκαλία S.E.M.4.23. Adv. -κῶς ib.1.154, 4.3.

German (Pape)

[Seite 1214] beispielsweise; διδασκαλία S. Emp. adv. arithm. 23, u. oft adv., z. B. ποιεῖσθαι τὴν ὑφήγησιν adv. eth. 47; ὑποδειγματικώτερον 68.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδειγμᾰτικός: -ή, -όν, παραδειγματικός, διὰ παραδειγμάτων, ὑποδειγματικῇ χρώμενοι τῇ διδασκαλίᾳ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 4. 23. - Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 1. 154., 4. 3· τὰ ὑποδειγματικῶς τεθέντα, τὰ ἐν εἴδει ὑποδείγματος τεθέντα, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 383C.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑποδειγματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [[[υπόδειγμα]], -ατος)
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται για να χρησιμοποιηθεί ως υπόδειγμα (α. «υποδειγματική διδασκαλία» β. «υποδειγματική καλλιέργεια»)
2. αυτός που αξίζει να χρησιμοποιηθεί ως υπόδειγμα, ως πρότυπο (α. «υποδειγματική συμπεριφορά» β. «υποδειγματική παράσταση»)
μσν.-αρχ.
αυτός που γίνεται με χρησιμοποίηση παραδειγμάτων («ὑποδειγματικῇ χρώμενοι τῇ διδασκαλίᾳ», Σέξτ. Εμπ.).
επίρρ...
υποδειγματικώς / ὑποδειγματικῶς ΝΜΑ, και υποδειγματικά Ν
νεοελλ.
με τρόπο που αξίζει να χρησιμοποιηθεί ως υπόδειγμα (α. «γράφει υποδειγματικά» β. «συμπεριφέρθηκε υποδειγματικά»)
μσν.-αρχ.
με χρησιμοποίηση παραδειγμάτων («τὰ ὑποδειγματικῶς τεθέντα», Γρηγ. Νύσσ.).