υποχρεώνω

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source

Greek Monolingual

και λόγιος τ. υποχρεώ, -όω, Ν
1. εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι («τον υποχρέωσε να φύγει»)
2. επιβάλλω («ο νόμος μάς υποχρεώνει να πληρώσουμε αποζημίωση»)
3. κάνω κάποιον να θεωρήσει ότι οφείλει χάρη, προκαλώ το συναίσθημα της ευγνωμοσύνης («η καλοσύνη του μέ υποχρέωσε»)
4. (στον λόγιο μέσ. τ.) υποχρεούμαι, -όομαι
έχω υποχρέωση, έχω καθήκον («ο μάρτυρας υποχρεούται να πει την αλήθεια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπόχρεως. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποχρεόω, -, μαρτυρείται από το 1852 στον θ. Φαρμακίδη].