φύλλιο
From LSJ
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
Greek Monolingual
το / φύλλιον, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. γένος πτερυγωτών εντόμων της τάξης φάσματα, που είναι τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας φυλλιίδες
αρχ.
1. μικρό φύλλο, φυλλαράκι
2. ονομασία μικρού σκεύους σε σχήμα φύλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον. Η λ., ως όρος της νεοελλ., είναι αντιδάνειο, πρβλ. νεολατ. phyllium].