ανθρακίας
From LSJ
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
ἀνθρακίας, ο (AM)
μαύρος σαν κάρβουνο, μουτζουρωμένος
μσν.
1. πολύτιμος λίθος, πρβλ. άνθρακας, ανθρακίτης
2. ως επίθ. αναμμένος σαν κάρβουνο.