αρτήρ

From LSJ
Revision as of 11:00, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246

Greek Monolingual

ἀρτήρ (-ῆρος), ο (Α)
1. είδος υποδημάτων
2. οποιαδήποτε διάταξη με την οποία μπορεί να ανυψωθεί ένα βάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αρτήρ ανάλογα με την ονομασία της έχει και διαφορετική προέλευση. Με τη σημασία «είδος παπουτσιών» μπορεί να θεωρηθεί ότι ανάγεται στο ρ. αείρω (ΙΙ) «συνάπτω, συνδέω» (> αρτώ > αρτητήρ > αρτήρ, με συλλαβική ανομοίωση), ενώ με τις άλλες σημασίες της η λ. πρέπει να έχει προέλθει από αFερ-τήρ (πρβλ. αείρω (Ι) «σηκώνω»)].