ἀγρώσσω
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
Ep. for ἀγρεύω, only in pres.,
A catch, ἀγρώσσων ἰχθῦς Od.5.53; freq. in Opp., H.3.339,543, al., cf. Call.Ap.60, Lyc.598, etc.: abs., go hunting, Opp.C.1.129:—Pass., Id.H.3.415, 4.565.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγρώσσω: Ἐπ. ἀντὶ ἀγρεύω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., συλλαμβάνω· ἀγρώσσων ἰχθῦς, Ὀδ. Ε, 53· συχν. ἐν Ὀππ. Ἁλ. 3. 339, 543, κτλ.: - οὕτω Καλλ. εἰς Ἀπολλ. 60, Λυκόφρ., κτλ: - ἀπολ., ἐξέρχομαι ἐπὶ θήραν, Ὀππ. Κ. 1. 129: - Παθ., συλλαμβάνομαι, Ὀππ. Ἁλ. 3. 415., 4. 565.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
chasser, pêcher.
Étymologie: ἄγρα.
English (Autenrieth)
(ἄγρα): catch, intensive; of the sea-gull ‘ever catching’ fish, Od. 5.53†.
Spanish (DGE)
capturar, cazar o pescar según el cont. (tal vez en origen ojear la presa) ἰχθῦς Od.5.53, cf. Opp.H.3.339, 543, Ἄρτεμις ἀγρώσσουσα Call.Ap.60, cf. Lyc.598. Nic.Th.416
•fig. Ἔρωτες ... ἀγρώσσουσι γυναῖκα Nonn.D.48.286
•abs. ir de caza Lyc.499, Euph.87.3, Opp.C.1.129, Nonn.D.42.163.
Greek Monotonic
ἀγρώσσω: μόνο στον ενεστ., Επικ. αντί ἀγρεύω, συλλαμβάνω, ψαρεύω, αλιεύω, σε Ομήρ. Οδ.