ἐπίρρικνος

From LSJ
Revision as of 19:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίρρικνος Medium diacritics: ἐπίρρικνος Low diacritics: επίρρικνος Capitals: ΕΠΙΡΡΙΚΝΟΣ
Transliteration A: epírriknos Transliteration B: epirriknos Transliteration C: epirriknos Beta Code: e)pi/rriknos

English (LSJ)

ον, `

   A fine', wiry, σκέλη X.Cyn.4.1 (περικνά codd.), Poll. 5.58.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίρρικνος: -ον, ῥυτιδώδης, Ξεν. Κυν. 4, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
un peu ramassé sur soi-même, un peu grêle.
Étymologie: ἐπί, ῥικνός.

Greek Monolingual

ἐπίρρικνος, -ον (Α) ρικνός
αδύνατος, ισχνός, ρυτιδωμένος («σκέλη πολύ μείζω τὰ ὄπισθεν τῶν ἔμπροσθεν, καὶ ἐπίρρικνα», Ξεν.).

Greek Monotonic

ἐπίρρικνος: -ον, ρυτιδιασμένος, σε Ξεν.