κροκοβαφής
Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt
English (LSJ)
ές, = foreg., Sch.Pi.N.1.58: metaph., ἐπὶ δὲ καρδίαν ἔδραμε κ. σταγών the
A sallow, sickly blood-drop such as might be supposed to run to the heart of dying men, A.Ag.1121 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1511] ές, dasselbe; χλαμύς Philostr. p. 888. – Auch σταγών, Aesch. Ag. 1092, vom bleich gewordenen Blute der Furchterfüllten.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
teint avec du safran, de couleur jaune.
Étymologie: κρόκος, βάπτω.
Greek Monolingual
-ές (Α κροκοβαφής, -ές)
κροκόβαπτος
αρχ.
κιτρινωπός, ωχρός («ἐπὶ δὲ καρδίαν κροκοβαφὴς δράμε σταγών», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + βαφής < βάπτω (πρβλ. καρνο-βαφής, κοκκο-βαφής].
Greek Monotonic
κροκοβᾰφής: -ές, = το προηγ.· μεταφ., ἐπὶ δὲ καρδίαν ἔδραμε κρ. σταγών, στην καρδιά μου έσταξε η χλωμή, νοσηρή σταγόνα του αίματος (που προμηνύει θάνατο), σε Αισχύλ.