ἠερόφωνος

From LSJ
Revision as of 20:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠερόφωνος Medium diacritics: ἠερόφωνος Low diacritics: ηερόφωνος Capitals: ΗΕΡΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: ēeróphōnos Transliteration B: ēerophōnos Transliteration C: ierofonos Beta Code: h)ero/fwnos

English (LSJ)

ον,

   A sounding through air, loud-voiced, κήρυκες Il.18.505 (s.v.l., ἱεροφώνων cj. Ahrens); γέρανοι Opp.H.1.621.

German (Pape)

[Seite 1156] die Luft durchtönend, laut rufend; κήρυκες, Il. 18, 505; γέρανοι, Opp. Hal. 1, 620, Schol. ἐν τῷ ἀέρι φωνοῦσαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἠερόφωνος: -ον, ἠχῶν διὰ μέσου τοῦ ἀέρος, μεγαλόφωνος, ἰσχυρὰν ἔχων φωνήν, κήρυκες Ἰλ. Σ. 505· γέρανοι Ὀρφ. Ὕμν. 1. 621.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui résonne dans les airs, sonore.
Étymologie: ἀήρ, φωνή.

English (Autenrieth)

loud-voiced; (if from ἀείρω) ‘raising the voice,’ (if from άήρ) ‘sending the voice abroad.’

Greek Monolingual

ἠερόφωνος, -ον (Α)
αυτός πού ηχεί διά μέσου του αέρα, αυτός που έχει δυνατή φωνή, ο μεγαλόφωνος («ἠερόφωνοι κήρυκες», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο- + φωνή. Το α' συνθετικό μπορεί να αναχθεί είτε στο αήρ (ιων. γεν. ηέρ-ος), οπότε η σημασία είναι «αυτός του οποίου η φωνή αντηχεί στον αέρα (ή στην ομίχληείτε στα ήρι «νωρίς το πρωί», ηέριος «πρωινός» οπότε η σημασία είναι «αυτός που φωνάζει την αυγή». Και οι δύο σημασίες ταιριάζουν απόλυτα με τα ουσιαστικά που προσδιορίζονται από το επίθ. ηερόφωνος. Έτσι, κηρύκων ηεροφώνων μπορεί να δηλώνει είτε τους κήρυκες με τη φωνή που αντηχεί στον αέρα είτε τους κήρυκες που συγκαλούν την αυγή τις συγκεντρώσεις του λαού. Ομοίως, γερανών ηεροφώνων μπορεί να δηλώνει είτε τους γερανούς που πετώντας γεμίζουν τον αέρα με τις φωνές τους είτε τους γερανούς που χαιρετίζουν με φωνές την αυγή].

Greek Monotonic

ἠερόφωνος: -ον, αυτός που ακούγεται μέσα από τον αέρα, ο μεγαλόφωνος, ο βροντόφωνος, σε Ομήρ. Ιλ.