κελάδω

From LSJ
Revision as of 20:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελάδω Medium diacritics: κελάδω Low diacritics: κελάδω Capitals: ΚΕΛΑΔΩ
Transliteration A: keládō Transliteration B: keladō Transliteration C: kelado Beta Code: kela/dw

English (LSJ)

Ep. form of κελαδέω, used in part. only,

   A sounding, πὰρ ποταμὸν κελάδοντα Il.18.576, cf. B.8.65, Posidipp. ap. Tz.H.7.661; πλῆτο ῥόος κ. Il.21.16, cf. Theoc.17.92; Ζέφυρον κελάδοντ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον Od.2.421; πόντον κ. Ar.Nu.284 (anap.); Βορέης κ. Q.S.8.243.

German (Pape)

[Seite 1414] = κελαδέω; nur im partic. κελάδων, οντος, rauschend, brausend; vom Meer u. Fluß, πόντος, ῥόος, Il. 18, 576; vom Winde, Od. 2, 421; so auch sp. D., wie Coluth. 6. S. auch nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

κελάδω: Ἐπικ. τύπος τοῦ κελαδέω, ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ., ἠχῶν, πὰρ ποταμὸν κελάδοντα Ἰλ. Σ. 576· πλῆτο ῥόος κελάδων Φ. 16, πρβλ. Θεόκρ. 17. 92· Ζέφυρον κελάδοντ’ ἐπὶ οἴνοπα πόντον Ὀδ. Β. 421· κελάδοντα Ἀριστοφ. Νεφ. 284.

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
κελαδέω.

Greek Monolingual

κελάδω (Α)
επικ. τ. του κελαδώ.

Greek Monotonic

κελάδω: Επικ. τύπος του κελαδέω, χρησιμ. μόνο στη μτχ., θορυβώδης, βρυχώμενος, σε Όμηρ., Θεόκρ.