ἐξόπλισις
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
English (LSJ)
εως, ἡ,
A getting under arms, πολλοῦ χρόνου δέονται εἰς ἐξόπλισιν X.Cyr.8.5.9, cf. Arist.Pr.922b14.
German (Pape)
[Seite 887] ἡ, die Ausrüstung, Bewaffnung, Xen. Cyr. 8, 5, 9 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξόπλισις: -εως, ἡ, τὸ ἐξοπλίζεσθαι, ἐξοπλισμός, πολλοῦ χρόνου δέονται εἰς ἐξόπλισιν Ξεν. Κύρ. 8. 5, 9, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 19. 48.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
c. ἐξοπλισία.
Étymologie: ἐξοπλίζω.
Greek Monotonic
ἐξόπλισις: -εως, ἡ, εξοπλισμός, σε Ξεν.