οὔρειος
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
η, ον, Ep. for ὄρειος. II (οὖρον A) οὔρειος, α, ον, for urine, βῖκος Antisth. ap. Phot.; οὔριου βῖκον, Hsch.
German (Pape)
[Seite 418] ion. u. poet. = ὄρειος; Νύμφη οὐρείη = Ὀρειάς, H. h. Merc. 244; Hes. frg. 13; τέρας, von der Sphinx, Eur. Phoen. 819 u. öfter bei Eur.; οὐρείη δαίμων, Ap. Rh. 1, 1119; χελώνη, Nic. Al. 572 u. a. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
οὔρειος: -η, -ον, Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἀντὶ ὄρειος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
poét. c. ὄρειος.
Greek Monolingual
(I)
οὔρειος, -είη, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. όρειος.———————— (II)
οὔρειος, -εία, -ον (Α) ούρον
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ούρα.
Greek Monotonic
οὔρειος: -η, -ον, Ιων. και Επικ. αντί ὄρειος.