οὔρειος
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
English (LSJ)
η, ον, Ep. for ὄρειος.
II (οὖρον A) οὔρειος, α, ον, for urine, βῖκος Antisth. ap. Phot.; οὔριου βῖκον, Hsch.
German (Pape)
[Seite 418] ion. u. poet. = ὄρειος; Νύμφη οὐρείη = Ὀρειάς, H. h. Merc. 244; Hes. frg. 13; τέρας, von der Sphinx, Eur. Phoen. 819 u. öfter bei Eur.; οὐρείη δαίμων, Ap. Rh. 1, 1119; χελώνη, Nic. Al. 572 u. a. sp. D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
poét. c. ὄρειος.
Russian (Dvoretsky)
οὔρειος: и 2 эп.-ион. = ὄρειος.
Greek (Liddell-Scott)
οὔρειος: -η, -ον, Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἀντὶ ὄρειος.
Greek Monolingual
(I)
οὔρειος, -είη, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. όρειος.
(II)
οὔρειος, -εία, -ον (Α) ούρον
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ούρα.
Greek Monotonic
οὔρειος: -η, -ον, Ιων. και Επικ. αντί ὄρειος.