εἰωθότως

From LSJ
Revision as of 22:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰωθότως Medium diacritics: εἰωθότως Low diacritics: ειωθότως Capitals: ΕΙΩΘΟΤΩΣ
Transliteration A: eiōthótōs Transliteration B: eiōthotōs Transliteration C: eiothotos Beta Code: ei)wqo/tws

English (LSJ)

Adv. of εἴωθα (v. ἔθω),

   A in customary wise, S.El.1456, Aristid.Or.51(27).48, etc.; εἰ. ἔλεξεν in his usual manner, Pl.Smp. 218d.

German (Pape)

[Seite 748] gewohntermaßen; Soph. El. 1448 Plat. Conv. 218 d.

Greek (Liddell-Scott)

εἰωθότως: ἐπίρρ. τοῦ εἴωθα, κατὰ τὸν συνήθη τρόπον, Σοφ. Ἠλ. 1456· ἑαυτῷ εἰωθότως, κατὰ τὸν συνήθη αὐτῷ τρόπον, Πλάτ. Συμπ. 218D.

French (Bailly abrégé)

adv.
selon la coutume ; habituellement.
Étymologie: εἴωθα.

Spanish (DGE)

adv. formado sobre perf. εἴωθα como habitualmente, de la forma acostumbrada πολλὰ χαίρειν μ' εἶπας οὐκ εἰ. S.El.1456, εἰ. ἔλεξεν Pl.Smp.218d, ὁ θεὸς ... εἰ. ἰάσατο Aristid.Or.51.48, ἐν τῷ ἰδίῳ σχηματισμῷ ἐν ᾧπερ εἰ. ἤλεγχεν Numen.23, τυχεῖν ... τὴν δὲ (ἄρκτον) οὐκ εἰ. ἐκθηριωθῆναι sucedió que la osa se enfureció inusitadamente Ael.NA 4.45, τὰς ... ἐκτενεῖς δεήσεις εἰ. ἀνεπέμψαμεν CEph.(431) Ep. en ACO 1.1.7 (p.79.10), εἰ. χειροτονηθείς Leo Mag.Ep. en ACO 2.1.2 (p.59.31).

Greek Monotonic

εἰωθότως: επίρρ. του εἴωθα, κατά το συνήθη τρόπο, ως συνήθως, σε Σοφ., Πλάτ.