ἕνος

From LSJ
Revision as of 22:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕνος Medium diacritics: ἕνος Low diacritics: ένος Capitals: ΕΝΟΣ
Transliteration A: hénos Transliteration B: henos Transliteration C: enos Beta Code: e(/nos

English (LSJ)

(C), η, ον (so Att. Inscrr., Ar.Nu.1134, Pl.Cra.409b; in codd. freq. written ἔνος, as Hes. Op.770, etc.),

   A belonging to the former of two periods (τὸ ἕνον . .· τὸ πρότερον καὶ παρεληλυθὸς δηλοῖ, Harp.; ἔνην· τὴν παλαιάν, Suid.), ὁ νόμος ἐπὶ Κρόνου ἕνος (opp. νεωστί) Dam. Pr.348: hence, last year's, ἕναι ἀρχαί last year's magistrates, D.25.20, prob. in Arist.Pol.1322a12; στρατηγοὶ ἕνοι Id.Ath.4.2; Ἑλληνοταμίαι ἕνοι IG12.324.26; ἕνης ἐπιφορᾶς ib.218i38; ἕνος [καρπός] last year's fruit, Thphr.HP3.4.6; also ἕνος ὄνος a year old, BGU806: generally, old, by-gone, νέον δέ που καὶ ἕνον ἀεί ἐστι περὶ τὴν σελήνην τοῦτο τὸ φῶς Pl.Cra.409b:—in Ar.Ach.610 ἤδη πεπρέσβευκας σὺ πολιὸς ὢν ἕνη, the Sch. takes ἕνη as an Adv. = ἐκ πολλοῦ, long ago; but the passage is prob. corrupt.    2 ἕνη καὶ νέα (sc. ἡμέρα) the old and new day, i.e. the last day of the month, IG12.374.276, Ar.Nu. 1134sq., Lys.23.6: first used by Solon, acc. to D.L.1.57; Σκιροφοριῶνος ἕνῃ καὶ νέᾳ IG22.916.10, cf. Decr. ap. D.18.29; ἕνη alone, Hes. Op.770. (Cf. Lith. s[etilde]nas 'old', Lat. senex, etc.)

French (Bailly abrégé)

η, ον :
att., mieux que ἔνος;
I. de la période précédente, particul.
1 de l’année précédente;
2 du jour précédent ; ἡ ἔνη, att. ἕνη (ἡμέρα) le jour qui précède la nouvelle lune ; le dernier jour du mois ; ἕνη καὶ νέα LYS la précédente lune et la nouvelle, càd le dernier jour du mois, limite des deux lunaisons;
II. le troisième jour, càd le surlendemain;
III. p. ext. vieux, ancien (p. opp. à νέος).
Étymologie: cf. lat. senex, senium.

Spanish (DGE)

-η, -ον

• Alolema(s): hέν- IG 13.281.1.46, 369.26 (ambas V a.C.); cód. frec. ἔν- Hes.Op.770, Thphr.HP 3.4.6
1 ref. a situaciones o realidades que se renuevan en ciclos anuales anterior, pasado, e.d., del último año, del año pasado frec. op. νέος ‘nuevo’, ‘de este año’:
a) de cargos y magistraturas hελλενοταμίαι hένοι los helenotamías del año pasado, e.d., salientes, IG 13.369.26 (V a.C.), τὰς ἕνας ἀρχὰς ταῖς νέαις ... ὑπεξιέναι D.25.20, cf. Arist.Pol.1322a12 (cj.), τοὺς πρυτάνεις καὶ τοὺς στρατηγοὺς καὶ τοὺς ἱππάρχους τοὺς ἕνους Arist.Ath.4.2, cf. Hsch.ε 3236, gener. τὸ ἕνον δασυνόμενον τὸ πρότερον καὶ παρεληλυθὸς δηλοῖ Harp.s.u. ἕνη καὶ νέα, de categorías de edad οἱ ἕνοι ἔφηβοι IG 22.958.63, 1011.10 (ambas II a.C.);
b) de plantas y anim. ἅμα γὰρ τὸν ἔνον (καρπόν) πεπαίνει καὶ τὸν νέον ὑποφαίνει Thphr.l.c., cf. CP 5.13.5, ὁ πυρὸς ἔ. POsl.30.11 (I a.C.) en BL 3.121, ὄνος ἔνος un burro del año pasado, e.e., de un año de edad, dud. en BGU 806.3 (I d.C.);
c) de tributos, impuestos y otros hένης ἐπιφορᾶς IG 13.281.1.46 (V a.C.), ἔχω παρὰ σοῦ τὸ τέλος ἔνος (sic) dud. en OStras.176 (III a.C., cf. BL 2(2).148), αἱ ἕναι τιμαί Ath.Decr.336.6 (I a.C.).
2 en cómputos mensuales basados en el ciclo lunar viejo σέλας νέον καὶ ἕνον ἔχει ἀεί (la luna) tiene siempre luz nueva y vieja como etim. de σελήνη (v. infra) Pl.Cra.409b:
a) en el calendario ático ref. al último día del mes τὰς hένας ε̄̀μέρας τὰς πρὸ τε͂ς νομɛ̄νίας IG 13.4B.19 (V a.C.), gener. en la expr. ἕνη καὶ νέα la luna vieja y nueva, e.e., el día último del mes, Ar.Nu.1134, πρῶτος δὲ Σόλων τὴν τριακάδα ἔνην καὶ νέαν ἐκάλεσε D.L.1.57, cf. Plu.Sol.25, gener. en dat. ἕνει καὶ [ν] έαι Μεταγειτνιῶνος IG 13.377.39 (V a.C.), τῇ ἕνῃ καὶ νέᾳ Lys.23.6, Luc.Herm.80, Ἑκατομβαιῶνος ἕνῃ καὶ νέᾳ Decr. en D.18.29, cf. IG 22.375.5 (IV a.C.), 685.4 (III a.C.), Ath.Council.187.34 (II a.C.)
en expr. más complejas para designar un día intercalado ocasionalmente antes del último día del año Σκιροφοριῶνος ἕνῃ κ[αὶ νέ] ᾳ προτέρᾳ IG 22.495.4 (IV a.C.), como penúltimo día intercalar en otros meses Μουνικιῶνος ἕνει καὶ νέᾳ ἐμβολίμῳ IG 22.471.6 (IV a.C.), cf. 791.5 (III a.C.)
raro en solitario μηνὸς Βοηδρομιῶνος ἕνῃ IG 22.1241.26 (III a.C.)
fuera de Atenas sólo en el calendario de Tenos ἕνει καὶ νέαι Ἐλειθυαιῶνος IG 12(5).872.75, cf. 5 (Tenos IV a.C.);
b) ἔνη como n. del día primero del mes, prob. por etim. pop. rel. c. el numeral εἷς, Hes.l.c.

• Etimología: De ide. *senos ‘viejo’, cf. arm. hin, lituan. sẽnas, ai. sána-, airl. sen, aisl. sina, het. zena-, y c. otra formación lat. senex.

Greek Monotonic

ἕνος: -η, -ον,
1. αυτός που υπήρχε πριν δύο περιόδους, αυτός που ανήκει στον περσινό χρόνο, ἕναιἀρχαί, οι δικαστές του περσινού έτους, σε Δημ.· δοτ. ἕνῃ ως επίρρ., παλιά, εδώ και καιρό, σε Αριστοφ.
2. ἕνη καὶ νέα (ενν. ἡμέρα), η παλιά και η νέα ημέρα, δηλ. η τελευταία ημέρα του μήνα, η οποία αποτελούνταν από δύο μέρη, εκ των οποίων το πρώτο μισό άνηκε στην παλαιά ενώ το δεύτερο στη νέα σελήνη, στον ίδ.