ἐπανδιπλάζω
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
poet. for ἐπαναδιπλάζω (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανδιπλάζω: ποιητ. ἀντὶ ἐπαναδιπλάζω.
French (Bailly abrégé)
interroger une seconde fois, de nouveau.
Étymologie: poét. p. *ἐπαναδιπλάζω, de ἐπί, ἀνά, διπλάζω.
Greek Monotonic
ἐπανδιπλάζω: ποιητ. αντί ἐπ-αναδιπλάζω, επαναλαμβάνω ερωτήσεις, σε Αισχύλ.