εὐπίων

From LSJ
Revision as of 23:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπίων Medium diacritics: εὐπίων Low diacritics: ευπίων Capitals: ΕΥΠΙΩΝ
Transliteration A: eupíōn Transliteration B: eupiōn Transliteration C: efpion Beta Code: eu)pi/wn

English (LSJ)

[ῑ], ον, gen. ονος,

   A very fat: very rich, φόρτος AP7.654 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 1088] ον, sehr fett, reichlich, φ όρτος Leon. Tar. 82 (VII, 654).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπίων: ῑ, ὁ, ἡ, γεν. ονος, λίαν παχύς, λίαν πλούσιος, Ἀνθ. Π. 7. 654.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
très gras ; très riche.
Étymologie: εὖ, πίων.

Greek Monolingual

εὐπίων, ὁ, ἡ (Α)
1. πολύ παχύς
2. φρ. «εὐπίονι φόρτῳ» — με πλούσιο ή βαρύ φορτίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πίων «παχύς»].

Greek Monotonic

εὐπίων: [ῑ], -ον, γεν. -ονος, πολύ παχύς, πολύ πλούσιος, σε Ανθ.