θησαύρισμα

From LSJ
Revision as of 23:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θησαύρισμα Medium diacritics: θησαύρισμα Low diacritics: θησαύρισμα Capitals: ΘΗΣΑΥΡΙΣΜΑ
Transliteration A: thēsaúrisma Transliteration B: thēsaurisma Transliteration C: thisayrisma Beta Code: qhsau/risma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A store, treasure, S.Ph.37, E.El.497, Ion1394, Vett.Val.352.5: metaph., θ. κακῶν Democr.149.

German (Pape)

[Seite 1211] τό, das Gesammelte, Aufbewahrte, der Vorrath; Soph. Phil. 37 Eur. El. 497; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θησαύρισμα: τό, τὸ ἀποταμιευθέν, θησαυρός, Λατιν. Penus, Σοφ. Φιλ. 37, Εὐρ. Ἠλ. 497, Ἴωνι 1394· ― μεταφ., θησ. Κακῶν Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 500D.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ce qu’on amasse, trésor, réserve.
Étymologie: θησαυρίζω.

Greek Monolingual

το (ΑΜ θησαύρισμα) θησαυρίζω
1. αποταμίευμα, θησαυρός
2. (ειδ. για φιλολ. συλλογές) συγκέντρωση, συναγωγή, συλλογή.

Greek Monotonic

θησαύρισμα: -ατος, τό, αυτό που έχει αποταμιευθεί, θησαυρός, σε Σοφ., Ευρ.