ἰαλεμίστρια
From LSJ
ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul
English (LSJ)
Ion. ἰηλ-, ἡ,
A wailing woman, A.Ch.424 (lyr., Herm., from Hsch.).
German (Pape)
[Seite 1232] ἡ, ion. ἰηλεμίστρια, die Klagende, s. Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἰᾱλεμίστρια: Ἰων. ἰηλ-, ἡ, γυνὴ θρηνοῦσα, ἐκ διορθώσεως ἐν Αἰσχύλ. Χο. 424 κατὰ τὸν Ἕρμανν., ἐκ τοῦ Ἡσυχ. (ἰηλεμιστρίας· θρηνητρίας), πρβλ. Κίσσιος.
Greek Monolingual
ἰαλεμίστρια, ιων. τ. ἰηλεμίστρια, ἡ (Α) ιαλεμίζω
γυναίκα που θρηνεί.
Greek Monotonic
ἰᾱλεμίστρια: Ιων. ἰηλ-, ἡ, γυναίκα που θρηνολογεί, μοιρολογίστρα, σε Αισχύλ.