καλλίροος

From LSJ
Revision as of 23:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίροος Medium diacritics: καλλίροος Low diacritics: καλλίροος Capitals: ΚΑΛΛΙΡΟΟΣ
Transliteration A: kallíroos Transliteration B: kalliroos Transliteration C: kalliroos Beta Code: kalli/roos

English (LSJ)

ον, poet. for καλλίρροος (q. v.):—also καλλῐρόας, B. 10.26,96, Inscr.Prien.376.

German (Pape)

[Seite 1311] dasselbe, vgl. καλλίῤῥοος; Od. 5, 441. 17, 206; Δίρκη Pind. I. 7, 19; πνοαί, vom Flötenspiel, Ol. 6, 83.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίροος: ον ποιητ. ἀντὶ καλλίρροος, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

c. καλλίρροος.

English (Slater)

1 flowing beautifully μ' ἐθέλοντα προσέρπει καλλιρόαισι πνοαῖς ματρομάτωρ ἐμὰ Στυμφαλίς, εὐανθὴς Μετώπα (-αισιν Π: -οισι codd.) (O. 6.83) παρὰ καλλιρόῳ Δίρκᾳ (I. 8.19)

Greek Monolingual

καλλίροος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. καλλίρρους.

Greek Monotonic

καλλίροος: -ον, ποιητ. αντί καλλίρροος.