καταριγηλός

From LSJ
Revision as of 23:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρῑγηλός Medium diacritics: καταριγηλός Low diacritics: καταριγηλός Capitals: ΚΑΤΑΡΙΓΗΛΟΣ
Transliteration A: katarigēlós Transliteration B: katarigēlos Transliteration C: katarigilos Beta Code: katarighlo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A making one shudder, horrible, λυγρά, τά τ' ἄλλοισίν γε καταριγηλὰ πέλονται [κατᾱρ-] Od.14.226.

German (Pape)

[Seite 1374] schauderhaft, verhaßt, im Ggstz von φίλος, Od. 14, 226.

Greek (Liddell-Scott)

καταρῑγηλός: -ή, -όν, ὁ κάμνων τινὰ νὰ αἰσθάνηται ῥῖγος, νὰ «ἀνατριχιάζῃ», τρομερός, φρικτός, λυγρά, τὰ τ’ ἄλλοισίν γε καταριγηλὰ πέλονται κατᾱρ- ἐν ἄρσει Ὀδ. Ξ. 226˙ ἔνθα ἀντιτίθεται τῷ φίλος.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
effrayant, horrible, odieux.
Étymologie: κατά, ῥιγέω.

Greek Monolingual

καταριγηλός, -ή, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί ρίγος, ανατριχιαστικός, τρομερός, φρικτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ῥιγηλός (< ῥῖγος)].

Greek Monotonic

καταρῑγηλός: -ή, -όν, αυτός που κάνει κάποιον να αναρριγεί, τρομερός, φρικτός, σε Ομήρ. Οδ.