λεπτόγειος

From LSJ
Revision as of 00:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτόγειος Medium diacritics: λεπτόγειος Low diacritics: λεπτόγειος Capitals: ΛΕΠΤΟΓΕΙΟΣ
Transliteration A: leptógeios Transliteration B: leptogeios Transliteration C: leptogeios Beta Code: lepto/geios

English (LSJ)

ον, Thphr.CP3.6.8, HP6.5.2, etc.:—also λεπτόγεως, ων, Th.1.2: (γῆ):—

   A of a thin or poor soil: pl. λεπτόγεα, τά, barren lands, Hsch., Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 30] mit dünnem, magerem Boden; Pol. 34, 10, 3; Theophr.; auch τὰ λεπτόγεα, Suid. u. Phot.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόγειος: -ον, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 6, 8, κτλ.· λεπτόγεως, ων, Θουκ. 1. 2· (γαῖα, γῆ)· - ἔχων λεπτήν, μὴ λιπαρὰν γῆν, πληθ. λεπτόγεα, τά, χῶραι γυμναί, ἄγονοι, Φώτ., Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au sol maigre.
Étymologie: λεπτός, γαῖα.

Greek Monolingual

-ο (Α λεπτόγειος, -ον)
βλ. λεπτόγαιος.

Greek Monotonic

λεπτόγειος: -ον ή λεπτό-γεως, -ων (γαῖα, γῆ), αυτός που έχει λεπτή, άγονη, μη εύφορη γη, χέρσος, σε Θουκ.