ὀλιγηπελία

From LSJ
Revision as of 00:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν → all mortals have by nature an insatiable appetite for success, our mortal state with bliss is never satiate, success is something for which humanity is insatiatable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγηπελία Medium diacritics: ὀλιγηπελία Low diacritics: ολιγηπελία Capitals: ΟΛΙΓΗΠΕΛΙΑ
Transliteration A: oligēpelía Transliteration B: oligēpelia Transliteration C: oligipelia Beta Code: o)lighpeli/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A weakness, faintness, Od.5.468 ; cf. εὐηπελία, κακηπελία.

German (Pape)

[Seite 320] ἡ, die Ohnmacht, Od. 5, 468.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγηπελία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἀδυναμία, λιποψυχία, Ὀδ. Ε. 468· πρβλ. εὐηπελία, κακηπελία.

Greek Monolingual

ὀλιγηπελία, ἡ (ΑΜ, Α και ιων. τ. ὀλιγηπελίη) ολιγηπελής
αδυναμία, ατονία, λιποθυμία.

Greek Monotonic

ὀλῐγηπελία: Ιων. -ίη, ἡ, αδυναμία, εξασθένηση, λιποψυχία, σε Ομήρ. Οδ.