ὀλετήρ
From LSJ
Ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A destroyer, murderer, Il.18.114, Alcm.43, Nic.Th. 735, etc. :—fem. ὀλέτειρα, Batr.117, Euph.3, AP11.424 (Piso).
German (Pape)
[Seite 319] ῆρος, ὁ, der Verderber, Mörder; Il. 18, 114; sp. D., Antp. Sid. 18 (VI, 115), Ep. ad. 361 (IX, 686); Nonn.; die Form ὀλητήρ bei Hesych. ist schwerlich richtig.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλετήρ: -ῆρος, ὁ, (√ΟΛ, ὄλλυμι), ὁ καταστροφεύς, φονεύς, Ἰλ. Σ. 114, Ἀλκμὰν 27, Νικ. Θηρ. 735, κτλ.· - θηλ. ὀλέτειρα, Βαβρ. 117, Ἀνθ. Π. 11. 424.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m.
destructeur, meurtrier.
Étymologie: ὄλλυμι.
English (Autenrieth)
ῆοος: destroyer, Il. 18.114†.
Greek Monotonic
ὀλετήρ: -ῆρος, ὁ (ὄλλυμι), καταστροφέας, φονιάς, σε Ομήρ. Ιλ.· θηλ. ὀλέτειρα, σε Βάβρ., Ανθ.