ὁμόδαμος
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est du même peuple.
Étymologie: ὁμός, δῆμος.
English (Slater)
ὁμόδᾱμος
a of one united people ἄτερ δ' εὐνᾶς ὁμόδαμον κτισσάσθαν λίθινον γόνον pr. (O. 9.44)
b c. dat., of the same people Ἰφικλέος μὲν παῖς ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει (I. 1.30)
Greek Monotonic
ὁμόδᾱμος: -ον, Δωρ. αντί ὁμό-δημος.