Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
[Seite 424] durch das demonstrative Jota verstärktes οὕτως, Att., z. B. Plat. Gorg. 503 d.
v. οὕτως.
(Α οὑτωσί[ν])
επιτ. τ. του ούτως.
οὑτωσί: [ῑ], επιτεταμ. αντί οὕτως (βλ. οὑτοσί), σε Αττ. πεζογραφία.