πάτρηθε

From LSJ
Revision as of 00:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν → all mortals have by nature an insatiable appetite for success, our mortal state with bliss is never satiate, success is something for which humanity is insatiatable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάτρηθε Medium diacritics: πάτρηθε Low diacritics: πάτρηθε Capitals: ΠΑΤΡΗΘΕ
Transliteration A: pátrēthe Transliteration B: patrēthe Transliteration C: patrithe Beta Code: pa/trhqe

English (LSJ)

and πάτρη-θεν, Adv.,

   A = ἐκ πάτρης, from one's native land, A.R. 2.541, etc.    II from a family or clan, Dor. πάτρᾱθε Pi.N.7.70.

German (Pape)

[Seite 535] u. πάτρηθεν, = ἐκ πάτρης, aus dem Vaterlande; D. Per. 657; πάτρηθεν ἀλώμενος, Ap. Rh. 2, 541. Vgl. πάτραθε.

Greek (Liddell-Scott)

πάτρηθε: καὶ -θεν, Ἐπίρρ., = ἐκ πάτρης, ἐκ τῆς πατρίδος, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 541, κτλ. ΙΙ. ἐκ τῆς πατριᾶς ἢ οἰκογενείας, Δωρ. Εὐξενίδα πάτραθε Σώγενες Πινδ. Ν. 7. 103.

Greek Monolingual

και πάτρηθεν και δωρ. τ. πάτραθε Α
επίρρ.
1. από τη χώρα τών πατέρων, από την πατρίδα
2. από την οικογένεια ή την πατριά, από τη γενιά («Εὐξενίδα πάτραθε Σώγενες», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάτρη / πάτρα «πατρίδα, χώρα τών πατέρων» + επιρρμ. κατάλ. -θε / -θεν].

Greek Monotonic

πάτρηθε: Δωρ. -ᾶθε, επίρρ., από μια φυλή ή γενιά, σε Πίνδ.