περικωνέω

From LSJ
Revision as of 01:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικωνέω Medium diacritics: περικωνέω Low diacritics: περικωνέω Capitals: ΠΕΡΙΚΩΝΕΩ
Transliteration A: perikōnéō Transliteration B: perikōneō Transliteration C: perikoneo Beta Code: perikwne/w

English (LSJ)

   A smear all over with pitch, π. τὰ ἐμβάδια black shoes, Ar. V.600.

German (Pape)

[Seite 581] umpichen, τὰ ἐμβάδια, Ar. Vesp. 600, scheint nur ein Putzen und Schmieren der Schuhe zu sein.

Greek (Liddell-Scott)

περικωνέω: (κῶνος ΙΙ) ἀλείφω ὁλόγυρα διὰ πίσσης, π. τὰ ἐμβάδια, μελανώνω ὑποδήματα, Ἀριστοφ. Σφ. 600. ΙΙ. = περιρρομβέω, Ἡσύχ. ἐν λ. περικωνῆσαι (οὕτως ὁ Hemst. ἀντὶ περικωδωνῆσαι).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
enduire de poix ou de cirage.
Étymologie: περί, κῶνος.

Greek Monotonic

περικωνέω: μέλ. -ήσω (κῶνος), αλείφω ολόγυρα με πίσσα, περικωνέω τὰ ἐμβάδια, μελανώνω υποδήματα, τα μαυρίζω, σε Αριστοφ.