προσβραχής

From LSJ
Revision as of 01:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσβρᾰχής Medium diacritics: προσβραχής Low diacritics: προσβραχής Capitals: ΠΡΟΣΒΡΑΧΗΣ
Transliteration A: prosbrachḗs Transliteration B: prosbrachēs Transliteration C: prosvrachis Beta Code: prosbraxh/s

English (LSJ)

ές,

   A somewhat shallow, Str.6.3.6, al.

German (Pape)

[Seite 754] ές, richtigere Lesart statt προβραχής, etwas seicht, Strab. 6, 3, 6, auch 5, 4, 5; vgl. Lob. Phryn. 540.

Greek (Liddell-Scott)

προσβρᾰχής: -ές, κἄπως «ῥηχός», Στράβ. 244 (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἡμαρτημένως προβρ-), 282, 308· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 540.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
peu profond ; guéable.
Étymologie: πρός, βράχος².

Greek Monolingual

-ές, Α
κάπως ρηχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + βραχύς, κατά τα επίθ. σε -ής].

Greek Monotonic

προσβρᾰχής: -ές (βράχος), κάπως ρηχός, σε Στράβ.