προσαποπέμπω
From LSJ
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
A send away or off besides, Ar. Pl.999.
German (Pape)
[Seite 751] noch dazu ab- od. wegschicken, Ar. Plut. 599, nach dem cod. Rav.
Greek (Liddell-Scott)
προσαποπέμπω: ἀποστέλλω προσέτι, Ἀριστοφ. Πλ. 999.
French (Bailly abrégé)
renvoyer en outre ou vers, rég. ind. au dat.
Étymologie: πρός, ἀποπέμπω.
Greek Monolingual
Α ἀποπέμπω
αποστέλλω κάποιον ή κάτι ακόμη.
Greek Monotonic
προσαποπέμπω: μέλ. -ψω, στέλνω μακριά ή διώχνω επιπλέον, σε Αριστοφ.