ῥευμάτιον
From LSJ
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
English (LSJ)
τό, Dim. of
A ῥεῦμα 111, Arist. Pr.901a3. 2 rivulet, Plu.Thes.27.
German (Pape)
[Seite 838] τό, dim. von ῥεῦμα, Flüßchen, Plut. Thes. 27.
Greek (Liddell-Scott)
ῥευμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ῥεῦμα, παταμίσκος, ῥυάκιον, Ἀριστ. Προβλ. 11, 18, Πλουτ. Θησ. 27.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit cours d’eau, ruisseau.
Étymologie: dim. de ῥεῦμα.
Greek Monolingual
τὸ, Α [[ῥεῡμα, -ατος]]
1. καταρροή ελαφράς μορφής
2. μικρό ρεύμα, ρυάκι («ταφῆναι παρὰ τὸ ῥευμάτιον», Πλούτ.).
Greek Monotonic
ῥευμάτιον: τό, υποκορ. του ῥεῦμα, ποταμάκι, ρυάκι, σε Πλούτ.