συνθηρευτής
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A = συνθηρατής, X.Cyr.2.4.15, Them.Or.21.254d.
Greek (Liddell-Scott)
συνθηρευτής: -οῦ, = συνθηρατής, συγκυνηγός, Ξεν. Κύρ. 2. 4. 15, Θεμιστ. 254D.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. συνθηρατής.
Étymologie: σύν, θηρεύω.
Greek Monolingual
ὁ, Α συνθηρεύω
συνθηρατής.
Greek Monotonic
συνθηρευτής: -οῦ, ὁ, = συνθηρατής, σε Ξεν.