τετράκλινος

From LSJ
Revision as of 02:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰκλῑνος Medium diacritics: τετράκλινος Low diacritics: τετράκλινος Capitals: ΤΕΤΡΑΚΛΙΝΟΣ
Transliteration A: tetráklinos Transliteration B: tetraklinos Transliteration C: tetraklinos Beta Code: tetra/klinos

English (LSJ)

ον,

   A with four seats or couches, ἅμαξα Luc.Tox.46; οἶκοι Ath.2.47f; σκηνή PSI5.533.3 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1097] mit vier Betten oder Tischlagern, Luc. Tox. 46 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τετράκλῑνος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρα καθίσματα ἢ ἀνάκλιντρα, ἅμαξα Λουκ. Τόξ. 46· οἶκοι Ἀθήν. 47F.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre lits ou à quatre sièges.
Étymologie: τέσσαρες, κλίνη.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράκλινος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
αυτός που έχει τέσσερεις κλίνες («τετράκλινο δωμάτιο»)
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει τέσσερα καθίσματα ή ανάκλιντρα («ἁμάξας τετρακλίνους», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κλινος (< κλίνη), πρβλ. πεντά-κλινος].

Greek Monotonic

τετράκλῑνος: -ον (κλίνη), αυτός που έχει τέσσερις κλίνες, τέσσερα κρεβάτια, σε Λουκ.