τριχῆ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
Adv., common Prose form of
A τρίχα, τριχῇ δασάμενος τὴν πόλιν Hdt.3.39 (though he also uses τρίχα, q. v.); τ. διείλοντο τὰς βασιλείας Isoc.6.21, cf. Pl.Phdr.253c, Str.17.3.1; τ. διαστήσασθαι τῷ λόγῳ πόλιν, διανεῖμαι τὸ στράτευμα, Pl.R.564c, Lg.683d; τοὺς τοξότας τ. ἐποιήσαντο X.An.4.8.15; νενεμημένων τῶν ἀγαθῶν τ. Arist. EN1098b13. II in three ways, triply, Pl.Cri.51e, Arr.Tact. 23.1; τ. διαστατός of three dimensions, S.E.P.2.30, Plot.6.1.26, cf. 2.1.6.
Greek (Liddell-Scott)
τρῑχῆ: ἐπίρρ., ὁ συνήθης παρὰ πεζογράφοις τύπος τοῦ τρίχα· εἰς τρία μέρη, τριχῆ δασάμενος τὴν πόλιν Ἡρόδ. 3. 39 (ἂν καὶ ὁ αὐτὸς ποιεῖται χρῆσιν καὶ τοῦ τρίχα)· τρ. διείλοντο τὰς βασιλείας Ἰσοκρ. 120Α, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 253C· τρ. διαστήσασθαι, διανεῖμαί τι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 564C, Νόμ. 683D· τοὺς τοξότας τρ. ἐποιήσαντο Ξεν. Ἀν. 4. 8, 15· γίγνεται τὸ στράτευμα τρ. αὐτόθι 5. 10, 16· τρ. νενεμῆσθαι Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 8, 2. ΙΙ. κατὰ τρεῖς τρόπους, τριττῶς, Πλάτ. Κρίτων 51Ε. - Γράφεται καὶ τριχῇ.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en trois, en trois parties, en trois groupes;
2 de trois manières, triplement.
Étymologie: τρίχα¹.
Greek Monolingual
και δ. γρφ. τριχῆ, Α
επίρρ. σε τρία μέρη ή με τρεις τρόπους, τρίχα (Ι)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- (βλ. λ. τρεις, τρία + ουρανικό πρόσφυμα -(α)χ- + επιρρμ. κατάλ. -ῇ (πρβλ. τετρ-αχ-ῇ)].
Greek Monotonic
τρῐχῆ:I. επίρρ., ο συνήθης τύπος του τρίχα στους πεζογράφους, σε τρία μέρη, σε Ηρόδ., Ξεν.
II. με τρεις τρόπους, τριπλά, σε Πλάτ.