ὑληκοίτης

From LSJ
Revision as of 02:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑληκοίτης Medium diacritics: ὑληκοίτης Low diacritics: υληκοίτης Capitals: ΥΛΗΚΟΙΤΗΣ
Transliteration A: hylēkoítēs Transliteration B: hylēkoitēs Transliteration C: ylikoitis Beta Code: u(lhkoi/ths

English (LSJ)

[ῡ], ου, ὁ,

   A one who lodges in the wood, Hes.Op.529.

German (Pape)

[Seite 1177] ὁ, der Waldlagerer, Waldbewohner, Hes. O. 531.

Greek (Liddell-Scott)

ὑληκοίτης: -ου, ὁ, ὁ ἐν λόχμαις κοιταζόμενος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 527.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui habite dans les bois.
Étymologie: ὕλη, κοίτη.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που κατοικεί στο δάσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -κοίτης (< κοίτη), πρβλ. ἀνεμο-κοίτης].

Greek Monotonic

ὑληκοίτης: -ου, ὁ, αυτός που στεγάζεται στα δάση, στις λόχμες, σε Ησίοδ.