ὑπαναστατέον

From LSJ
Revision as of 02:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπαναστᾰτέον Medium diacritics: ὑπαναστατέον Low diacritics: υπαναστατέον Capitals: ΥΠΑΝΑΣΤΑΤΕΟΝ
Transliteration A: hypanastatéon Transliteration B: hypanastateon Transliteration C: ypanastateon Beta Code: u(panastate/on

English (LSJ)

(ὑπανίσταμαι)

   A one must rise up, esp. to make room for another, X.Lac.9.5.

German (Pape)

[Seite 1182] adj. verb. von ὑπανίστημι, man muß aufstehen, um Platz zu machen, Xen. Lac. 9, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαναστᾰτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ὑπανίσταμαι, πρέπει τις νὰ ἐγείρηται, προσηκώνηται ἐκ τῆς θέσεώς του, μάλιστα ὅπως παραχωρήσῃ αὐτὴν εἰς ἕτερον, Ξεν. Λακ. 9, 5.

Greek Monotonic

ὑπαναστᾰτέον: ρημ. Επίθ. του ὑπανίσταμαι, αυτό που πρέπει, οφείλει να σηκωθεί από την θέση του, σε Ξεν.