τεῦ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
Dor. gen. of σύ (q.v.). II τεῦ, Ion., Ep., and Dor. gen. of τίς; who?, and τευ enclit., gen. of τις, some one, v. τίς, τις.
German (Pape)
[Seite 1101] ion. u. dor. statt τίνος, att. τοῦ, u. τευ, entl., = τινός, att. του, Hom., Her., s. τίς. dor. gen. von τύ, σύ, = σοῦ, Alem.
Greek (Liddell-Scott)
τεῦ: Δωρ. γεν. τοῦ τύ, σύ, Θεόκρ. 5. 19., 7. 27, κλπ. ΙΙ. τεῦ; Ἰων., Ἐπικ. καὶ Δωρ. γεν. τοῦ τίς; ἀλλὰ τευ ἐγκλιτ., γεν. τοῦ τις, Ὅμ., Ἡσ., Ἡρόδ.
French (Bailly abrégé)
2ion. et dor. c. τίνος, de τίς.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
τεῦ: Δωρ.
I. γεν. του σύ. II. τεῦ, Ιων., Επικ., Δωρ., γεν. του τίς; = ποιος; αλλά τευ εγκλιτ., γεν. του τις, κάποιος.
Russian (Dvoretsky)
τεῦ: ион.-дор. (= τίνος) gen. к τίς.