ὑβός
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
[ῡ], ή, όν,
A humpbacked, Hp.Aph.6.46, Theoc.5.43.
German (Pape)
[Seite 1168] auswärts gebogen, gekrümmt, dah. bucklig, Theocr. 5, 23, Ggstz λορδός. Mit κυφός, gibbus verwandt.
Greek (Liddell-Scott)
ὑβός: [ῡ], ή, όν, ὁ ἔχων κεκυρτωμένα τὰ νῶτα, κυρτός, «καμπούρης», Ἱππ. Ἀφ. 1258· ἀντίθετον τῷ λορδός, Θεόκρ. 5. 43. (Ὁ Κούρτ. ἀμφιβάλλει τὴν σχέσιν τῆς λέξεως πρὸς τὸ κυφός).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
courbé ; bossu.
Étymologie: ὗβος.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑβός, -ή, -όν, ΝΑ
κυφός, καμπούρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος του ιατρικού λεξιλογίου, άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα -βος, όπως και άλλα επίθ. σχετικά με σωματικές αδυναμίες ή αναπηρίες (πρβλ. κλα-μ-βός, στρα-β-ός)].
Greek Monotonic
ὑβός: [ῡ], -ή, -όν, καμπούρης, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑβός: v. l. ὗβος 3 (ῡ) горбатый Theocr.