μυριόναυς

From LSJ
Revision as of 07:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐόναυς Medium diacritics: μυριόναυς Low diacritics: μυριόναυς Capitals: ΜΥΡΙΟΝΑΥΣ
Transliteration A: myriónaus Transliteration B: myrionaus Transliteration C: myrionafs Beta Code: murio/naus

English (LSJ)

αος, ὁ, ἡ,

   A with countless ships, ἄρης AP7.237 (Alph.).

German (Pape)

[Seite 219] αος, mit zehntausend, mit unzählig vielen Schiffen, Ξέρξου Ἄρης, Philp. 81 (VII, 237).

Greek (Liddell-Scott)

μῡριόναυς: -αος, ὁ, ἡ, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ἀναριθμήτων νεῶν, μυριόναυν ἄρην Ἀνθ. Π. 7. 237.

French (Bailly abrégé)

ναος (ὁ, ἡ)
aux vaisseaux innombrables.
Étymologie: μυρίοι, ναῦς.

Greek Monolingual

μυριόναυς, ὁ και ἡ (Α)
αυτός που αποτελείται από αναρίθμητα πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + ναῦς (πρβλ. λιπό-ναυς, χιλιό-ναυς)].

Greek Monotonic

μῡριόναυς: -αος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει αμέτρητα πλοία, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μῡριόναυς: νᾱος adj. с бесчисленными кораблями (Ξέρξου ἄρης Anth.).