εἰσαΐσσω
From LSJ
ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty
English (LSJ)
contr. εἰσᾴσσω, Att. εἰσᾴττω, fut. -ᾴξω: aor. -ῇξα:—
A to dart in or into, Ar.Nu.543, Aristid.Or.49(25).16, prob. in D.C.37.32 ; cf. εἰσήκω.
German (Pape)
[Seite 740] att. εἰσᾴττω, hineinstürmen, -dringen; Ar. Nubh. 543. 996; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσᾱΐσσω: συνῃρ. -ᾴσσω, Ἀττ. -ᾴττω, εἰσορμῶ, εἰσπηδῶ, Ἀριστοφ. Νεφ. 543.
French (Bailly abrégé)
s’élancer dans ou sur.
Étymologie: εἰς, ἀΐσσω.
Greek Monolingual
εἰσαΐσσω και εἰσάσσω (Α)
ορμώ μέσα, εισπηδώ.
Greek Monotonic
εἰσᾱΐσσω: συνηρ. -ᾴσσω, Αττ. -ᾴττω, μέλ. -άξω, μπαίνω ή πηδώ μέσα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
εἰσᾱΐσσω: атт. εἰσᾴττω (aor. εἰσῇξα) вторгаться, врываться (εἰς ὀρχηστρίδος, sc. οἶκον Arph.).