αἰνόλεκτρος

From LSJ
Revision as of 07:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰνόλεκτρος Medium diacritics: αἰνόλεκτρος Low diacritics: αινόλεκτρος Capitals: ΑΙΝΟΛΕΚΤΡΟΣ
Transliteration A: ainólektros Transliteration B: ainolektros Transliteration C: ainolektros Beta Code: ai)no/lektros

English (LSJ)

ον,

   A fatally wedded, ib.713 (lyr.), Lyc.820.    II with a frightful bed, of the cave of Echidna, Id.1354.

Greek (Liddell-Scott)

αἰνόλεκτρος: -ον, ὁ εἰς ὀλέθριον γάμον ἐλθών, Αἰσχύλ. Ἀγ. 713· πρβλ. αἰνολεχής, αἰνόγαμος. ΙΙ. ὁ φοβερὰν ἔχων κλίνην ἢ κοίτην, περὶ τῶν σπηλαίων τῆς Ἐχίδνης, Λυκόφρ. 1. 354.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à l’hymen funeste.
Étymologie: αἰνός, λέκτρον.

Spanish (DGE)

-ον
1 cuyo lecho trae desgracia, de matrimonio desgraciadoParis, A.A.712, Helena, Lyc.820.
2 que es un lecho terrible μυχός Lyc.1354.

Greek Monotonic

αἰνόλεκτρος: -ον (λέκτρον), αυτός που έχει συνάψει ολέθριο γάμο, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

αἰνόλεκτρος: Aesch. = αἰνόγαμος.