εὐγενέτης

From LSJ
Revision as of 08:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐγενέτης Medium diacritics: εὐγενέτης Low diacritics: ευγενέτης Capitals: ΕΥΓΕΝΕΤΗΣ
Transliteration A: eugenétēs Transliteration B: eugenetēs Transliteration C: evgenetis Beta Code: eu)gene/ths

English (LSJ)

ον, Dor. -έτας, ὁ, = sq., used by E. in lyr., Ion 1060, al., cf. Tim.Pers.219, AP12.195 (Strat.):—fem. εὐγεν-έτειρα, ib.9.788, IG14.192 (Syracuse); alsoεὐγεν-έτις, prob. in IG 5(1).259 (Sparta).

German (Pape)

[Seite 1059] ὁ, = εὐγενής, Eur. Phoen. 1510 u. öfter; auch adj., Ion 1060 u. sp. D., wie παῖδες Strat. 37 (XII, 195); vgl. Leon. Al. 27 (IX, 344).

Greek (Liddell-Scott)

εὐγενέτης: -ου, ὁ, = τῷ ἐπομ., Εὐρ. Ἴων 1060, Ἀνδρ. 771, Φοίν. 1510, κτλ.· θηλ. εὐγενέτειρα, Ἀνθ. Π. 9. 788.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
de noble naissance.
Étymologie: εὖ, γένος.

Greek Monolingual

εὐγενέτης και δωρ. τ. εὐγενέτας, ὁ, θηλ. εὐγενέτειρα και εὐγενέτις (Α)
ο ευγενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γενέτης (πρβλ. αει-γενέτης)].

Greek Monotonic

εὐγενέτης: -ου, ὁ, = το επόμ., σε Ευρ.· θηλ. εὐγενέτειρα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐγενέτης: Eur., Anth. = εὐγενής.