ἐλασᾶς
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
ὁ, an unknown
A bird, Ar.Av.886.
German (Pape)
[Seite 789] ᾶντος, ὁ, erdichteter Vogelname, Ar. Av. 886.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλασᾶς: ὁ, ἄγνωστόν τι πτηνόν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 886.
French (Bailly abrégé)
ᾶ (ὁ) :
sorte d’oiseau inconnu, Ar. Av. 886.
Étymologie: DELG ἐλαύνω « le chasseur » (créé par Ar. plutôt qu’appartenant à la langue).
Spanish (DGE)
-ᾶ, ὁ
orn., quizá cerceta Ar.Au.886.
• Etimología: De origen pregriego.
Greek Monolingual
ἐλασᾱς, ο (Α)
όνομα άγνωστου πουλιού («ἐλασᾷ και ἐρωδιῷ και καταρράκτῃ», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
ἐλασᾶς: ὁ, άγνωστο πτηνό, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐλᾰσᾶς: ᾶ ὁ эласас (неизвестный нам вид птицы) Arph.