κοπεύς
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
έως, ὁ,
A one who brays or pounds, employed in oil-factories, PRev.Laws 45.5 (iii B. C.), cf. Agatharch.26; carpenter, PFlor.175.14 (iii A. D.): generally, one who cuts, τινος A.D.Synt.301.28. II chisel, D.S.1.35, Luc.Somn.13.
German (Pape)
[Seite 1482] ὁ, der Meißel; neben γλυφεῖα u. κολαπτῆρες, Luc. somn. 13; D. Sic. 1, 35.
Greek (Liddell-Scott)
κοπεύς: -έως, ὁ, «κοπίδι», ἐργαλεῖον ἑρμογλυφικόν, Διόδ. 1. 35, Λουκ. Ἐνύπν. 13.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
ciseau de sculpteur.
Étymologie: κόπτω.
Greek Monolingual
κοπεύς, -έως, ὁ (Α)
βλ. κοπέας.
Greek Monotonic
κοπεύς: -έως, ὁ (κόπτω), σμίλη, σκαρπέλο, καλέμι, κοπίδι, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
κοπεύς: έως ὁ резец ваятеля Diod., Luc.