ἀκτέα
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
(ἀκταία f.l. in Luc.Trag.71), contr. ἀκτῆ, ἡ,
A elder-tree, Sambucus nigra, Emp.93, B.8.34, Hp.Nat.Mul.2 (ἀκτῆ), Mul.1.34 (ἀκτέα), Thphr.HP3.13.4, Dsc.4.173. 2 ἀ. ἕλειος, = χαμαιάκτη, deadwort, Sambucus Ebulus, ibid.
German (Pape)
[Seite 86] zsgz. ἀκτῆ, ἡ, Hollunderbaum, sambucus nigra, Luc. Tragodop. 74.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκτέα: «δόρατα, κάμαξ», Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
sureau, plante.
Étymologie: DELG orig. inconnue.
Spanish (DGE)
v. ἀκτῆ.
Greek Monolingual
ἀκτέα και -ῆ, η (Α)
το φυτό Sambucus nigra (κοινώς αφροξυλιά ή κουφοξυλιά).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀκτέα είναι άγνωστης ετυμολογικής προέλευσης
η κατάλ. -έα της λ. απαντά και σε άλλα ονόματα φυτών, όπως: ἰτέα, πτελέα. Στον Θεόφραστο απαντά και τ. ἀκτέος. Από τον ελληνικό όρο ἀκτέα προήλθε το λατιν. acte, καθώς και το αρχ. γερμαν. atuh, at(t)ah.
ΠΑΡ. αρχ. ἄκτινος.
Greek Monotonic
ἀκτέα: ἀκτῆ, ἡ, σαμπούκος, αφροξυλιά, κουφοξυλιά, σε Λουκ. (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἀκτέα: ἡ бузина (Sambucus nigra) Luc.