θρῦλος

From LSJ
Revision as of 09:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρῦλος Medium diacritics: θρῦλος Low diacritics: θρύλος Capitals: ΘΡΥΛΟΣ
Transliteration A: thrŷlos Transliteration B: thrylos Transliteration C: thrylos Beta Code: qru=los

English (LSJ)

ὁ,

   A noise as of many voices, murmur, Batr.135, Orph.Fr. 286 (pl.,= Cat.Cod.Astr.2.199), Demetr.Lac.Herc.1786.1 F., Anon. ap.Suid.—This word and its cognates are written with one λ in Papyri and best codd. (cf. Eust.1307.42), with λλ (as Batr.l.c.) in inferior codd., also in PLips.40 ii 10 (iv A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

θρῦλος: ὁ, ὅμοιον τῷ θρόος, θόρυβος (θρέομαι), θόρυβος ὡς πολλῶν φωνῶν, κραυγή, βοή, γογγυσμός, Βατραχομ. 135, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. - Πᾶσαι αὗται αἱ ἐκ τοῦ θρῦλος λέξεις συνήθως ἐγράφοντο διὰ δύο λ. Ἀλλὰ τὰ ἄριστα τῶν Ἀντιφράφ. καὶ οἱ κράτιστοι τῶν Γραμμ. γράφουσιν αὐτὰς δι’ ἑνὸς λ (τὸ δὲ υ εἶναι φύσει μακρὸν), ὡς ἐν Ἐτυμ. Μ. σ. 456. 39, Εὐστ. 1307. 42· καὶ ὁ τύπος οὗτος ἀποκατεστάθη ἤδη πανταχοῦ, ἴδε Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 348.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
murmure, bruit, rumeur.
Étymologie: θρέω.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ θρῡλος και θρύλλος)
νεοελλ.
προφορική παράδοση που μεταβιβάζεται από την παλιότερη γενιά στη νεώτερη
νεοελλ.-μσν.
φήμη, θρύλημα
αρχ.
κραυγή, βοή, θόρυβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θρυλώ].

Greek Monotonic

θρῦλος: (λαϊκιστί θρύλλος), ὁ (θρέομαι), θόρυβος που προκαλείται από πολλές φωνές κραυγή, βοή, γογγυσμός, σε Βατραχομ.

Russian (Dvoretsky)

θρῦλος: v. l. θρύλλος ὁ шум, гам (Batr. - v. l. θυμός).