κέκραγμα

From LSJ
Revision as of 10:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέκραγμα Medium diacritics: κέκραγμα Low diacritics: κέκραγμα Capitals: ΚΕΚΡΑΓΜΑ
Transliteration A: kékragma Transliteration B: kekragma Transliteration C: kekragma Beta Code: ke/kragma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A scream, cry, Ar.Pax637 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1413] τό, das Geschrei, Ar. Pax 637.

Greek (Liddell-Scott)

κέκραγμα: τό, κραυγή, φωνὴ ὀξεῖα, Ἀριστοφ. Εἰρ. 637, ἐν τῷ πληθ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
cri.
Étymologie: κέκραγα.

Greek Monolingual

κέκραγμα, τὸ (Α)
κραυγή, οξεία φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο θ. κεκραγ- του κράζω (πρβλ. παρακμ. κέκραγα) + κατάλ. -μα].

Greek Monotonic

κέκραγμα: -ατος, τό, κραυγή, αλαλαγμός, ιαχή, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κέκραγμα: ατος τό крик Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέκραγμα -ατος, τό [κράζω] geschreeuw.