συμμέθεξις
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
εως, ἡ,
A participation in, τῶν χαλεπῶν Arist.EE1245b34.
German (Pape)
[Seite 981] ἡ, die Mittheilnahme, Arist. eth. 8, 12.
Greek (Liddell-Scott)
συμμέθεξις: ἡ, τὸ ὁμοῦ μετέχειν, συμμετοχή, τινος Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδ. 7. 12, 20.
Russian (Dvoretsky)
συμμέθεξις: εως ἡ (совместное) участие (τινος Arst.).