ἐφαπτίς
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A soldier's upper garment, PMagd.13.6 (iii B. C.), Plb.30.25.10, Callix.2, Anon. ap. Suid.: Astron., the cloak of the figure Sagittarius, Ptol.Tetr.25 (pl.), Heph.Astr.1.3 (pl.). 2 ephod, J.AJ3.7.7. II woman's garment, Str.7.2.3.
German (Pape)
[Seite 1112] ίδος, ἡ, ein Oberkleid für die Männer im Kriege, sagum, Pol. bei Ath. V, 194 f, vgl. 196 f; bei Strab. VII, 294 auch von Frauenkleidern.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφαπτίς: -ίδος, ἡ, τὸ ἐπανωφόριον στρατιώτου, ὁ μανδύας, Λατ. sagum, Πολυβ. παρ’ Ἀθην. 194 F, Καλλίξ. αὐτόθι 196, Ἀνωνύμ. παρὰ Σουΐδ. ΙΙ. γυναικεῖον ἔνδυμα, Στράβ. 294· πρβλ. ἔφαμμα.
Greek Monolingual
ἐφαπτίς, -ίδος, ἡ (Α) εφάπτομαι
1. στρατιωτικός επενδύτης, χλαίνη, μανδύας, πανωφόρι («πάντες οἱ προειρημένοι εἶχον πορφυρᾱς ἐφαπτίδας, πολλοὶ δὲ διαχρύσους», Πολ.)
2. μανδύας της απεικόνισης του αστερισμού του Τοξότη
3. εβραϊκό ιερατικό ένδυμα
4. γυναικείο ένδυμα
5. επωμίδα.
Russian (Dvoretsky)
ἐφαπτίς: ίδος ἡ эфаптида (род солдатского плаща, лат. sagum) Polyb.