εἱμένος
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
pf. part. Pass. of ἕννυμι and ἵημι.
Greek (Liddell-Scott)
εἱμένος: μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἕννυμι.
French (Bailly abrégé)
part. pf. Pass. de ἕννυμι;
part. pf. Pass. de ἵημι.
English (Autenrieth)
see ἕννυ^μι.
Spanish (DGE)
v. ἕννυμι, ἵημι.
Greek Monotonic
εἱμένος: μτχ. Παθ. παρακ. του ἕννυμι.
Russian (Dvoretsky)
εἱμένος: part. pf. pass. к ἕννυμι.